ἐπιγίνομαι

ἐπιγίνομαι
ἐπιγίνομαι 2 aor. ἐπεγενόμην (s. γίνομαι; in var. mngs., but gener. of someth. happening next, Hom. et al.; ins, pap, LXX; TestSol 9:8 L for παραγίνομαι; Philo, Aet. M. 20 al.) to happen, with implication of existence of a new condition, come to pass, of wind come up (Thu. 3, 74, 2; 4, 30, 2; Diod S 18, 20, 7 ἐπιγενομένου μεγάλου πνεύματος; Jos., Ant. 9, 209) Ac 28:13. Of the night come on (Hdt. 8, 70 al.; Arrian, Anab. 1, 2, 7 νὺξ ἐπιγενομένη; 2, 11, 5; Polyaenus 3, 7, 3 al.; Jos., Ant. 1, 301) 27:27 v.l.—DELG s.v. γίγνομαι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ՄԱԿԱԼԻՆԻՄ — ( ) NBH 2 0191 Chronological Sequence: 6c ἑπιγίνομαι supervenio, subsequor. Ի վերայ գալ. լինել զկնի. հետեւանալ. *Յատուկն մակալինի տեսակումն. քանզի պա՛րտ է մարդ գոլ, զի ծիծաղական իցէ. Պորփ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”